Η «γουρουνοχαρά» στα χωριά του Δομοκού

Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της Βόρειας Φθιώτιδας ήταν το σφάξιμο του γουρουνιού. Η χοιροσφαγή στα χωριά της περιοχής του Δομοκού παλαιότερα γινόταν ανήμερα των Χριστούγεννων αλλά, προς το τέλος της παραδοσιακής αυτής συνήθειας κατά τη δεκαετία του 1970, επικράτησε να γίνεται την παραμονή. Σπίτι δίχως γουρούνι σπάνιο να έβρισκες στα χωριά της Ρούμελης Ήταν το θρεφτό που διατηρούσε κάθε γεωργός για να κάμη τα Χριστούγεννά του. Το γουρούνι ολόκληρη τη χρονιά θρέφονταν τόσο, που να μη μπορεί να κουνηθεί. Να φτάνει το κρέας και το λίπος του να βολέψει ως την Πρωτοχρονιά, τα Φώτα κι όλο το χρόνο, με τη σουφλιμάδα στο τζάκι τις γιορτινές μέρες και τα λουκάνικα κρεμασμένα αρμαθιές απ’ τα μαδέρια της σκεπής κοντά στο τζάκι, να στεγνώνουν.

Η προετοιμασία γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ ακολουθούσε γλέντι συνήθως στο τελευταίο σπίτι που τύχαινε να τελειώνει η διαδικασία και άλλαζε κάθε χρόνο ώστε να μη μένει κανείς παραπονεμένος, καθώς θεωρούσαν τιμή και τύχη για το σπιτικό τους να γίνεται εκεί η «γουρνοχαρά». Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε να λέγετε «γουρουνοχαρά ή γρουνοχαρά ή γουρνοχαρά» γιατί η όλη εργασία είχε ως επακόλουθο το γλέντι, τη χαρά και τη διασκέδαση σε μια εποχή που έλειπαν ακόμη κι όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα, όπως η τηλεόραση!

Έτσι όταν προσκαλούσαν κάποιον στο σπίτι τους την ημέρα αυτή δεν έλεγαν «έλα να σφάξουμε το γουρούνι» αλλά «έλα, έχουμε γουρουνοχαρά».
Για τη σφαγή ενός μεγάλου γουρουνιού απαιτούνταν 4-5 άνδρες, εκτός από τους παραδοσιακούς αυτοδίδακτους «χασάπηδες» του κάθε χωριού.
Το σφάξιμο των γουρουνιών άλλαζε κατά περιοχές. Σε άλλες περιοχές τα έσφαζαν 5-6 ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα και σε άλλες άρχιζαν από την ημέρα των Χριστουγέννων και μετά, ανάλογα με την παρέα.

Μετά το γδάρσιμο, άρχιζε το κόψιμο του λίπους (παστού), για να γίνει έπειτα το κόψιμο του κρέατος σε τεμάχια.
Το λίπος αυτό, αφού το έλιωναν σε καζάνια την ίδια ημέρα, το έβαζαν σε δοχεία λαδιού και αφού πάγωνε, διατηρούνταν όλο το χρόνο, καθώς δεν υπήρχε λάδι στην περιοχή ούτε βέβαια και η οικονομική δυνατότητα αγοράς του. Οι κάτοικοι χρησιμοποιούσαν τη «λίπα», όπως ονόμαζαν το παστό λίπος, όλο το χρόνο και σε όλα σχεδόν τα φαγητά. Υπήρχαν μάλιστα περιπτώσεις που πολλοί δεν το αντικαθιστούσαν με τίποτα. Ιδιαίτερα νόστιμες ήταν οι πίτες στις οποίες χρησιμοποιούσαν τη «λίπα», όπως στη «βιταλιά» ή τη «μαμαλίγκα».

Ότι απέμενε από το καμένο λίπος το τοποθετούσαν σε δοχείο και αποτελούσε, παστό όπως ήταν, ένα εξαίρετο μεζέ για τσίπουρο, τις λεγόμενες «τσιγαρίδες» ή «τσιγαρίθρες». Την ίδια μέρα έφτιαχναν και παστό κρέας βράζοντας διάφορα κομμάτια από τα πόδια και το κεφάλι του ζώου, τον «πασπαλά», ο οποίος οφείλω και να ομολογήσω, ήταν εξαιρετικό μεζεδάκι παρότι, για τα σημερινά δεδομένα, άκρως ανθυγιεινό και παχυντικό!

Στη συνέχεια οι νοικοκυρές έφτιαχναν τα λουκάνικα και τα μπουμπάρια, άλλο εκλεκτό έδεσμα της περιοχής και όχι μόνο, και ετοίμαζαν τις παραδοσιακές «τηγανιές»!

Τα παιδιά καρτερούσαν, μετά την εκδορά και το άνοιγμα του γουρουνιού, την κύστη ή φούσκα (αρχ. φύσκη), την οποίαν επιδεικτικώς φουσκώνανε, την πασπάλιζαν με στάχτη και την είχανε για την μπάλα τους. Προτιμούσαν λοιπόν τη φούσκα του γουρουνιού για το παιχνίδι τους, γιατί γινόταν πιο στρογγυλή, σαν μεγάλο μπαλόνι και πιο γερή.


Η γουρουνοχαρά κράτησε σ’ όλη της τη μεγαλοπρέπεια ως τις αρχές της δεκαετίας του 1960, συνεχίστηκε βέβαια και αργότερα μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1970, αλλά έκτοτε ελάχιστοι αναβιώνουν το παλιό αυτό έθιμο.

Του Δημήτρη Β. Καρέλη

(Περισσότερα για το Δομοκό και τα χωριά της περιοχής στο βιβλίο του «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας:  Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού»)